ΑΡΘΡΟ
ΤΟΥ Α. Γ. ΚΑΛΛΗ*
ΤΙΤΛΟΣ: «Νυχτερινές
διαδρομές» ή
«Κλεμμένα όνειρα
από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο του
‘65».


Βρέχει,
και
σκέφτεσαι
πως όλα αυτά (ως απόηχος μιας άλλης
εποχής) μπορεί και να ‘ναι αλήθεια …
μοιάζουν με αλήθεια … μα μέσα σου ξέρεις
… ξέρεις καλά, πως όλα τούτα είναι μια
ψευδαίσθηση, μια φαντασίωση, μια σκηνή
από μια παλιά ταινία που διαρκεί μέχρι
ν’ ανοίξουνε τα φώτα και να χαθεί για
πάντα η μαγεία, η γλυκιά προσμονή, όμοια
μ’ εκείνη μιας πυγολαμπίδας που περιμένει
τη νύχτα να ξετυλίξει την ομορφιά των
χρωμάτων της, ή όπως ένας φθινοπωρινός
αέρας που παρασέρνει τα κιτρινισμένα
φύλλα του δρόμου σ’ ένα τελευταίο
αποχαιρετιστήριο βαλς.




Βάλσαμο;
Ανακωχή; Καταφύγιο;
Ποια λέξη θα ταίριαζε άραγες σ’ εκείνο
το τετράγωνο κυριακάτικο τραπέζι με τα
αρώματα απ’ τα φαγητά να ξεχύνονται
στην μικρή κάμαρα που δεν χώραγαν μυστικά
παρά μονάχα η μαγεία μιας εποχής που
δεν επαιτούσε αλλά απαιτούσε μια καλύτερη
ζωή, κάτω απ’ το εικονοστάσι, νύχτα,
καθώς τρεμόσβηνε η μικρή φλόγα του
καντηλιού, και οι Άγιοι πάνω στις εικόνες
άλλαζαν διαρκώς εκφράσεις, κοιτώντας
σε άλλοτε αυστηρά κι άλλοτε γαλήνια έως
αδιάφορα δημιουργώντας σου ενοχές για
όσα ίσως θα έπρεπε να είχε πράξει την
μέρα εκείνη κατά τας γραφάς ή … άνευ
αυτών.

Θα
ήθελα λοιπόν να σου πω ξανά έστω για
λίγο
… «Καλά Χριστούγεννα», ν’ απλώσω το
μικρό χεράκι κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο
δέντρο του ’65, που βρισκόταν πάνω στο
ίδιο τετράγωνο τραπέζι του παλιού
εστιατορίου, και να ξετυλίξω τα όσα
σκέπτομαι, τα όσα ονειρεύομαι, τα όσα
ακόμη θέλω να βρεθούν κάτω απ’ αυτό το
δέντρο, μαγικά … όπως τότε, καθώς θ’
αλλάζει ο χρόνος κι οι προσδοκίες θα
ανοίγουν τα πανιά της ελπίδας στο πέλαγος
της χαράς έστω και εικονικά.
Θα
‘θελα σ’ εκείνη τη μικρή πλίθρινη
κάμαρα
του παππού και της γιαγιάς, με το μικρό
μπαλκονάκι, με τα πολλά λουλούδια στις
πολύχρωμες πήλινες γλάστρες, που έβλεπε
στο καμπαναριό της εκκλησίας, να γευτώ
(αν και γκρίνιαζα τις πιο πολλές φορές)
εκείνα που συνόδευαν την «ιεροτελεστία»
του μεσημεριού, ανάμεσα στα γέλια, τις
παλιές ιστορίες των μεγάλων, τα τραγούδια
και τα εδέσματα που απελευθέρωναν τ’
αρώματα από μια πανάρχαιη τέχνη μιας
άλλης εποχής, που ήθελε το χρόνο της για
να αναστηθεί, κυριαρχώντας δεσποτικά
στο χώρο.

Είναι
μεσημέρι,
και το παλιό εγγλέζικο ποδήλατο του
πατέρα, σεργιανάει στους χωμάτινους
δρόμους με τα μπακάλικα, τα υαλοπωλεία,
τα εμποροραφεία και τις παλιές βιτρίνες,
με τις κομψές κούκλες που ετοιμάζονται
λες για την βραδινή χοροεσπερίδα στο
παλιό καφενείο ανάμεσα στα μαρμάρινα
τραπεζάκια τα νεανικά καρδιοχτύπια και
τα τραγούδια απ’ το αμερικάνικο τζουκ
μποξ να
δραπετεύουν απ’ την μετεμφιλιακή
καταχνιά.

Αριστοτέλης
Γ. Καλλής
Επ.
Πρ. Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας
Πτ.
Πολιτ. Τμήματος Νομικής Σχολής Αθηνών
Nemeahistory.bloqspot.com
Αγαπητέ μου καλέ μου φίλε Τέλη , θερμά συγχαρητήρια ! Διάβασα το κείμενό σου και απόλαυσα την διήγησή σου αφού μ' έκανες κι εμένα να βρεθώ στο πάντα περιποιημένο σπίτι σας ! ΄Ηταν όμορφα εκείνα τα χρόνια και εξαιρετικοί οι γονείς σου αλλά και ο παππούς και η γιαγιά ! Τους ΄έζησα κι εγώ και τους αγάπησα πολύ ! Υπέροχοι ΄Ανθρωποι ! Να είσαι πάντα καλά , παλληκάρι μου ! Εύχομαι Χαρούμενες Γιορτές και Αίσιον και Ευτυχές το Νέον ΄Ετος 2023 !!!
ΑπάντησηΔιαγραφή