ΣΕΛΙΔΕΣ


ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Α. Γ. ΚΑΛΛΗ*
ΤΙΤΛΟΣ: «Νυχτερινές διαδρομές» ή
«Κλεμμένα όνειρα από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο του ‘65».

Δρόμοι φαντάσματα σε μια πόλη που γερνάει … Σκοτάδια σ’ ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό … Όνειρα πάνω απ’ το παλιό τζάκι στο μισογκρεμισμένο πλίθρινο σπίτι. Κοιτάζω έξω απ’ το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο. Βρέχει … βρέχει ήλιους, παλάτια, δράκους, γοργόνες, τέρατα που δραπέτευσαν από τα παραμύθια της γιαγιάς ένα κάποιο έτος … μια κάποια βραδιά, ένα κάποιο χειμώνα … όταν όλα άρχιζαν και τελείωναν με το: «μια φορά κι έναν καιρό…» .
Γυρίζω άθελά μου πίσω. Καθώς ξεπροβάλει από την ξύλινη πόρτα που τρίζει, μια γλυκιά γνώριμη φιγούρα, σαν ένα ξωτικό πάνω σε μια απέραντη θεατρική σκηνή … «Θα ‘θελες» λέει «κάτι να σου φτιάξω πρόχειρο; Δε θα ‘χεις φάει τίποτα σήμερα … κουράζεσαι … κάτσε … κάτσε λίγο κοντά μου να τα πούμε…».
Βρέχει, και σκέφτεσαι πως όλα αυτά (ως απόηχος μιας άλλης εποχής) μπορεί και να ‘ναι αλήθεια … μοιάζουν με αλήθεια … μα μέσα σου ξέρεις … ξέρεις καλά, πως όλα τούτα είναι μια ψευδαίσθηση, μια φαντασίωση, μια σκηνή από μια παλιά ταινία που διαρκεί μέχρι ν’ ανοίξουνε τα φώτα και να χαθεί για πάντα η μαγεία, η γλυκιά προσμονή, όμοια μ’ εκείνη μιας πυγολαμπίδας που περιμένει τη νύχτα να ξετυλίξει την ομορφιά των χρωμάτων της, ή όπως ένας φθινοπωρινός αέρας που παρασέρνει τα κιτρινισμένα φύλλα του δρόμου σ’ ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο βαλς.
Σβήνουν τα φώτα, κι απ’ το παράθυρο έρχεσαι αντικριστά με τον απέραντο έναστρο ουρανό, που εντός του ζουν ως προβολές, τ’ απατηλά όνειρα μιας νιότης που αναζητά εναγωνίως το άφθαρτο μιας αέναης σχέσης που καθορίζεται άλλοτε απ’ την ζωή (αυτή καθ’ εαυτή) κι άλλοτε απ’ τον θάνατο αγαπημένων προσώπων, που καθορίζουν την ζωή ημών των ρομαντικών, αφελών κι ονειροπόλων.
Και κάπου εκεί λοιπόν, γύρω στα 1970 καθώς χαμήλωνα το φως στο κλειστό δωμάτιο, στη σάλα όπως την έλεγαν, που ήταν κυρίως για τους ξένους, στο πλίθρινο πατρικό μου σπίτι, με τα μεγάλα προπολεμικά παράθυρα, άνοιγα το ραδιόφωνο (ένα παλιό Γκρούντικ του ’50), από το οποίο ξεπρόβαλε ένα κίτρινο φως, που φώτιζε αμυδρά όλα τα αντικείμενα, και τις παλιές μαυρόασπρες οικογενειακές φωτογραφίες συγγενών, που είχαν φύγει απ’ τη ζωή, και κρέμονταν στον τοίχο (κατά τα συνήθη) κοιτώντας σε με μια απόλυτη αυστηρότητα.
Η σάλα, που ως μέρος ενός τελετουργικού, απέπνεε μια μελαγχολία μέσα απ’ την απόλυτη τάξη του κάθε αντικειμένου της, βρίσκονταν εκεί περιμένοντας το απρόβλεπτον μιας καθ’ όλα ελεγχόμενης και αυστηρά δομημένης ζωής όσων προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν στα δύσκολα δρώμενα μιας εποχής. Λίγο πιο πέρα το μπαγιού της γιαγιάς, ο παλιός σκαλιστός καθρέπτης, η τραπεζαρία, η ανθοστήλη, τα κιτρινισμένα γράμματα και τα μπιμπελό στη γυάλινη βιτρίνα μαζί με τα σπιτικά λικέρ. Μέσα σ’ αυτήν τη μυσταγωγία άρχιζε (πότε στα μεσαία και πότε στα βραχέα) το μουσικό ταξίδι και η περιπλάνηση από χώρα σε χώρα, από εποχή σε εποχή, μέχρι εκείνο το απόγευμα που το σπίτι γκρεμίστηκε λόγω των ρωγμών που είχε υποστεί απ’ το μεγάλο σεισμό. Υποχώρησε αυτό, υποχώρησαν και οι μνήμες μετ’ αυτού, παραχωρώντας την θέση τους σε κάτι ολότελα άγνωστο, απείθαρχο και απρόσμενο.
Έτσι τώρα, κρατάω στην καρδιά μου ότι έχει απομείνει από τότε. Μια εικόνα. Κυριακή μεσημέρι. Το τετράγωνο ξύλινο τραπέζι απ’ το παλιό εστιατόριο του πατέρα, ο ξυλόγλυπτος μεγάλος καθρέπτης, η σόμπα με το τσαγιερό που άχνιζε όπως ακριβώς τα πλοία που έφευγαν από τον Πειραιά για Αμερική, ένα γυάλινο βάζο με ένα μπουκέτο κρινάκια, η γάτα αμέριμνη νωχελική, να γουργουρίζει δίπλα στη φωτιά, ένα ημερολόγιο διαφημιστικό του καφέ «Λουμίδη» κρεμασμένο στον φρεσκοβαμμένο τοίχο για να θυμίζει στο γηραιό ζευγάρι τις μέρες που φεύγουν, το υπόλοιπο του χρόνου που προσδοκά ένα «κάτι», ένα ελάχιστο χαράς μέσα απ’ το ετήσιο «στρατευμένο» εορτολόγιο. Λίγο πιο ‘κεί, το παλιό ελβετικό στρογγυλό ρολόι με το μονότονο ρυθμό, και οι καρφιτσωμένες στον καθρέπτη φωτογραφίες μιας άλλης εποχής με πρόσωπα της οικογένειας. Το φαΐ ν’ αχνίζει πάνω στο τραπέζι, και το ραδιόφωνο να παίζει ταξιδεύοντας τα όνειρα, τα πάθη, τις μνήμες, τα λάθη.
Βάλσαμο; Ανακωχή; Καταφύγιο; Ποια λέξη θα ταίριαζε άραγες σ’ εκείνο το τετράγωνο κυριακάτικο τραπέζι με τα αρώματα απ’ τα φαγητά να ξεχύνονται στην μικρή κάμαρα που δεν χώραγαν μυστικά παρά μονάχα η μαγεία μιας εποχής που δεν επαιτούσε αλλά απαιτούσε μια καλύτερη ζωή, κάτω απ’ το εικονοστάσι, νύχτα, καθώς τρεμόσβηνε η μικρή φλόγα του καντηλιού, και οι Άγιοι πάνω στις εικόνες άλλαζαν διαρκώς εκφράσεις, κοιτώντας σε άλλοτε αυστηρά κι άλλοτε γαλήνια έως αδιάφορα δημιουργώντας σου ενοχές για όσα ίσως θα έπρεπε να είχε πράξει την μέρα εκείνη κατά τας γραφάς ή … άνευ αυτών.
Κρατάω στην καρδιά μου κι εσένα μάνα … ανήσυχη, λεπτή και ευαίσθητη με κινήσεις διακριτικές να προσπαθείς να επιβάλλεις την παρουσία σου σ’ εκείνη τη γωνιά του τραπεζιού ως κάτι νέο που συναντούσε το παλιό, θέλοντας εναγωνίως να το βελτιώσει, να το αλλάξει, να το ανατρέψει, να το κανακέψει, να το εξανθρωπίσει, ομορφαίνοντάς το όπως η ψυχή σου.
Θα ήθελα λοιπόν να σου πω ξανά έστω για λίγο … «Καλά Χριστούγεννα», ν’ απλώσω το μικρό χεράκι κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο του ’65, που βρισκόταν πάνω στο ίδιο τετράγωνο τραπέζι του παλιού εστιατορίου, και να ξετυλίξω τα όσα σκέπτομαι, τα όσα ονειρεύομαι, τα όσα ακόμη θέλω να βρεθούν κάτω απ’ αυτό το δέντρο, μαγικά … όπως τότε, καθώς θ’ αλλάζει ο χρόνος κι οι προσδοκίες θα ανοίγουν τα πανιά της ελπίδας στο πέλαγος της χαράς έστω και εικονικά.
Θα ‘θελα σ’ εκείνη τη μικρή πλίθρινη κάμαρα του παππού και της γιαγιάς, με το μικρό μπαλκονάκι, με τα πολλά λουλούδια στις πολύχρωμες πήλινες γλάστρες, που έβλεπε στο καμπαναριό της εκκλησίας, να γευτώ (αν και γκρίνιαζα τις πιο πολλές φορές) εκείνα που συνόδευαν την «ιεροτελεστία» του μεσημεριού, ανάμεσα στα γέλια, τις παλιές ιστορίες των μεγάλων, τα τραγούδια και τα εδέσματα που απελευθέρωναν τ’ αρώματα από μια πανάρχαιη τέχνη μιας άλλης εποχής, που ήθελε το χρόνο της για να αναστηθεί, κυριαρχώντας δεσποτικά στο χώρο.
Θα ήθελα να σταθώ απέναντί σου, να κοιτάξω για λίγο στα δικά σου μάτια και να ξαναθυμηθώ, εκείνη τη γυαλάδα, το φως, το παράπονο, τη χαρά, όταν όλα είχαν πάει καλά, και τα τελευταία μου παιδιάστικα δάκρυα είχαν στεγνώσει, ξεχνώντας τ’ άσχημα που τα είχαν προκαλέσει, όπως ένα πλοίο που ξεμακραίνει από την προβλήτα μέχρι να χαθεί για πάντα στο απέραντο μιας θάλασσας που ελογχεύει κινδύνους μα και χαρές ατελείωτες.
Είναι μεσημέρι, και το παλιό εγγλέζικο ποδήλατο του πατέρα, σεργιανάει στους χωμάτινους δρόμους με τα μπακάλικα, τα υαλοπωλεία, τα εμποροραφεία και τις παλιές βιτρίνες, με τις κομψές κούκλες που ετοιμάζονται λες για την βραδινή χοροεσπερίδα στο παλιό καφενείο ανάμεσα στα μαρμάρινα τραπεζάκια τα νεανικά καρδιοχτύπια και τα τραγούδια απ’ το αμερικάνικο τζουκ μποξ να δραπετεύουν απ’ την μετεμφιλιακή καταχνιά.
Είναι μεσημέρι, και από την χάρτινη φάτνη ξεπροβάλλουν σαν από όνειρο όλα εκείνα που δημιουργούσαν τη μαγεία των ημερών. Μικροσκοπικά στολίδια πασπαλισμένα με αστερόσκονη που επάνω τους αντανακλούσε το φως από τα χρωματιστά πολύχρωμα φωτάκια, που αναβόσβηναν ρυθμικά παραποιώντας τα πρόσωπα που πλησίαζαν τις γυάλινες αστραφτερές μπάλες, που αμήχανα αιωρούνταν ανυποψίαστες σ’ ένα σύμπαν που εγκλωβίστηκε έστω και για λίγο στα μάτια ενός παιδιού, και σ’ ένα προπολεμικό πλίθρινο δωμάτιο μ’ ένα τετράγωνο ξύλινο τραπέζι εστιατορίου «υπό την σκιάν» ενός δέντρου του ’65, που αντί για χιόνι στα κλαδιά του είχε βαμπάκι κι ένα χάρτινο αστέρι πασπαλισμένο με ασημόσκονη στη κορυφή του, που έβλεπε από ψηλά τους χάρτινους ήρωες και δυο μικρά χεράκια που αναζητούσαν το υπέρλαμπρο άστρο, το φως εκ του φωτός, σ’ αυτήν την ταπεινή κατασκευή του ονείρου μιας άλλης εποχής.
Καλά Χριστούγεννα.

Αριστοτέλης Γ. Καλλής
Επ. Πρ. Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας
Πτ. Πολιτ. Τμήματος Νομικής Σχολής Αθηνών
Nemeahistory.bloqspot.com



Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Αποχαιρετώντας έναν άγγελο

Του Α. Γ. Καλλή
«Ήθελα ακόμη να σου πω»

ή «Αποχαιρετώντας έναν άγγελο»







Αγαπημένη μου Σοφούλα


Ένα άγριο κυνηγητό η ζωή σου, μια ανάσα θανάτου που θόλωνε ότι με προσπάθεια γινόταν ωραίο, υφαίνοντας καρτερικά το τραγικό τέλος μιας δύσκολης πορείας.

Δραπέτευες απ’ τους θαλάμους των νοσοκομείων που μύριζαν θάνατο, ξεγελώντας για χρόνια τους αχθοφόρους της θλίψης, της απόγνωσης και της μίζερης πραγματικότητας.

Ωραία σαν κύκνος που λάτρεψε τη ζωή, μα που τη λάτρεψε παράλληλα και ο θάνατος θέλοντας να την κάνει ταίρι δικό του παντοτινό, όπως ο Άδης την Περσεφόνη.

Δραπέτευες από τα μακρόσυρτα παράθυρα των νοσοκομείων με τις ημιδιάφανες κουρτίνες που προσπαθούσαν εν αγωνίως να απαγορεύσουν την είσοδο του ήλιου που λαχταρούσε να συναντήσει τις χημειοθεραπευμένες γλυκές φιγούρες με τα σκουφάκια και τις πολύχρωμες μαντίλες, όμοιες με τις εβραίες κρατούμενες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης θανάτου του Άουσβιτς.

Το πρόσωπό σου, μ’ ένα μόνιμα αδιόρατο χαμόγελο, αγνό και άφθαρτο όπως η ψυχή σου, πάντα έντιμο και έτοιμο να συγκρουστεί με τη μοίρα, το αναπάντεχο, το απρόοπτο, με μια ματιά που ζόριζε το θάνατο, περιγελώντας τον όλα αυτά τα χρόνια καθώς αναβάλλονταν συνέχεια η έναρξη ενός ταξιδιού με άγνωστο προορισμό.

Ένα κορίτσι στο σώμα μιας γυναίκας που αντιστάθηκε χρόνια. Μια ψυχή που αρνήθηκε να φύγει κι ένα χαμόγελο που πάγωσε κάποια Χριστούγεννα στην αναγγελία θανάτου.

Κάποια καλοκαίρια σκόρπια που αγάπησες, που ένιωσες, που ζωγράφισες πάνω στις θαλασσινές πέτρες τη ζωή που άνοιγε και έκλεινε σαν τα λουλούδια, σαν τη νύχτα που αρνήθηκε να δεχτεί το ξημέρωμα τον ήλιο, τις φωνές των παιδιών, τη χαρά μιας νέας μέρας.

Ένα φως μεσ’ στο σκοτάδι η ζωή σου, μια εικονική πραγματικότητα στην απεραντοσύνη της ερήμου, ανέτοιμη για να πεθάνεις, μα έτοιμη για ν’ αντισταθείς, να ζήσεις, να δραπετεύσεις, να θυσιαστείς, ν’ ανατρέψεις, να ερωτευθείς, να σκορπίσεις και να αναγεννηθείς μέσα από τα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Ένα χαμόγελο η ζωή σου, ένα γλυκό χαμόγελο για όλους, άλλοτε χαρούμενο, παιδιάστικο, κι άλλοτε πικραμένο, αιχμάλωτο στα όσα θα ήθελε να ζήσει ανάμεσα στα ρομαντικά ηλιοβασιλέματα του καλοκαιριού, στα χρώματα και τις απέραντες διαδρομές μιας άνοιξης που δεν τελείωνε ποτέ, παρά μονάχα άρχιζε και ξανάρχιζε για να συναντήσει το ιδανικό, το απόλυτο, το παντοτινό, το αιώνια ωραίο και άφθαρτο.

Άλλοτε Αντιγόνη κι άλλοτε Ιφιγένεια, άλλοτε Ιουλιέτα κι άλλοτε Αφροδίτη και τώρα Περσεφόνη σ’ ένα σκοτάδι που αιχμαλωτίζει το φως και υποκλίνεται αιώνια σ’ έναν άγγελο που φτερουγίζει ακόμη χαρίζοντας της ψυχής του τα εναπομείναντα ροδοπέταλα, για να ευτυχήσουν όσοι δέθηκαν με της ζωής τα δύσκολα δρώμενα, με της πίκρας τα καμώματα, με της μοίρας το αβάσταχτο φορτίο ενός άδικου τέλους.

Σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου με τα ματάκια σου να ταξιδεύουν, ν’ αναζητούν, ψάχνοντας για να βρουν στα τέλη του καλοκαιριού μια θάλασσα, έναν άγνωστο προορισμό, ένα νησί, εκεί στον Πειραιά, στο λιμάνι, καθώς το πλοίο έφευγε ξεμακραίνοντας απ’ τη βουή του κόσμου, τα πρωτοβρόχια του Σεπτεμβρίου και τους γλάρους που πάντα συνόδευαν τα’ απατηλά όνειρα των επιβατών.

Κι έφυγες … Έφυγες για να προλάβεις να ζήσεις τα όσα δε πρόλαβες αυτό το καλοκαίρι. Και όλοι, λίγο έως πολύ ξέραμε πως θα ‘φευγες στα τέλη του καλοκαιριού σαν αεράκι, σαν κυματάκι στη θάλασσα, σαν ένα άσπρο κοριτσίστικο κορδελάκι που αιωρήθηκε ανάλαφρα στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού. Γιατί εσύ ήσουν πάντα ένα καλοκαίρι … το καλοκαίρι μας, μια θάλασσα … η θάλασσά μας, ένας ήλιος … ο ήλιος μας, ένας ουρανός … ο ουρανός μας, μια καρδιά που μας χωρούσε όλους, κι ένα χαμόγελο βάλσαμο για τις δικές μας πληγές, αυτές που τώρα ανοίγεις άθελά σου στη ζωή μας με την απουσία σου.

Σταματάει ο χρόνος μας Σοφούλα και τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο, τίποτα πια δε θα θυμίζει το παιδί που ο καθένας έσωζε μέσα του, το παιδί που αντιστεκόταν, το παιδί που αρνιόταν τη φθορά, το γήρας, το θάνατο, τη λησμονιά.

Τίποτα δε θα είναι πια ίδιο Σοφούλα. Η εφηβική παρέα του καλοκαιριού, οι συναντήσεις στο Χαλάνδρι, τα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια στο Ν. Ψυχικό, στη Ν. Σμύρνη, στη Νεμέα, στο Κιάτο, οι ανέμελες βόλτες κοντά στην πλατεία της Αγίας Σοφίας, οι επισκέψεις των θείων, η αναμονή από τη Ρουμανία του Βαγγέλη και της Μαρίας που σπούδαζαν, οι ατελείωτες συζητήσεις αργά τη νύχτα δίπλα στο στερεοφωνικό στη σάλα με «συνοδεία» τις επιπλήξεις του θείου Γιάννη, τα μυστικά, τα αστεία, τα γέλια, η ξενοιασιά, τα ονειρικά ταξίδια με το θείο Μίμη στριμωγμένοι όλοι μαζί στα πίσω καθίσματα, τα φοιτητικά σπίτια στους Αμπελοκήπους και στον Ερυθρό, οι κασέτες με τις μοναδικές συλλογές από τραγούδια του ’70 του Τέλη του μεγάλου μας που αντιγράφαμε ο ένας μετά τον άλλον, οι ατέλειωτες πλάκες, οι ατέλειωτες συζητήσεις, οι ατέλειωτες περιπλανήσεις. Και τώρα? Τώρα η ατέλειωτη σιωπή, κι ένα δάκρυ για έναν άγγελο που έχασε το δρόμο για την Ιθάκη και βρέθηκε τυχαία κοντά μας, για τα δικά σου παιδιά που ορφανεμένα θα στερηθούν το χάδι μιας μοναδικής μάνας, που λες και είχε γεννηθεί για να είναι μάνα όλων των παιδιών. Σκόρπιες φωτογραφίες στο μικρό τσίγκινο κουτί, το λεωφορείο των Ελληνορώσων, το μπάσκετ, η μουσική στο τέρμα, η σχολική παρέα, η Όλγα, η Μάχη, η Φόνη, οι σπουδές με θυσίες στο Αμερικανικό Κολέγιο, τ’ αναρίθμητα αρκουδάκια σου, ο Τουΐτυ, οι ζωγραφιές σου, το βόλεϊ, το κομπιούτερ, οι εκδρομές, ο ρομαντικός γαμήλιος χορός σου με το Γιάννη στο Λίδρα Μάριοτ και η απέραντη ευτυχία που εξέπεμπε το πρόσωπό σου εκείνη τη βραδιά, η άδολη αγάπη για τους φίλους σου, η ευγένεια, η λεπτότητα, η φινέτσα, τ’ απότομα ξεσπάσματα οργής όταν ένιωθες τη πίεση, ένας αέρας που άλλοτε γινόταν βαρδάρης κι άλλοτε γλυκό απογευματινό αεράκι του καλοκαιριού, ένα μικρό καραβάκι σαν αυτά που ζωγράφιζες, που έπλεε ανέμελα ανάμεσα σε σκέψεις, όνειρα και προσδοκίες.

Κι ήρθε η ώρα για ν’ ανατραπεί το απέραντο γαλάζιο μιας νιότης που θα βίωνε έστω και προσωρινά το άφθαρτο, την αθανασία, τη δύναμη της δημιουργίας κόντρα σε όλους και όλα όπως μονάχα οι νέοι ξέρουν χωρίς τους συμβιβασμούς και τα «πρέπει» των καθώς πρέπει.

Αν κανείς ήξερε όταν συναντούσε ένα αγαπημένο του πρόσωπο, ότι αυτή η στιγμή θα ήταν η τελευταία συνάντηση, το τελευταίο γεύμα, η τελευταία ανταλλαγή σκέψεων, το τελευταίο φιλί, το τελευταίο αστείο, το τελευταίο βλέμμα με νόημα, η τελευταία λέξη, το τελευταίο χάδι, θα στεκόταν λίγο ακόμη, θ’ άγγιζε το πρόσωπο, θα πάγωνε το χρόνο και θα χανόταν για ένα λεπτό τουλάχιστον στη θολή γραμμή των οριζόντων, αναζητώντας αυτό που σε κάνει να ζεις και να υπάρχεις μέσα στα μάτια του άλλου, αυτά τα μάτια που τώρα σφάλισαν ερμητικά σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής, αυτά τα μάτια που έγιναν βάλσαμο μα κι εφιάλτης, αυτά τα μάτια που κοίταζαν απορημένα μη μπορώντας να δώσουν απάντηση στα ατελείωτα «γιατί», μιας ζωής που πέρασε γρήγορα, όπως ο αέρας που κλείνει δυνατά μια πόρτα, όπως τα κιτρινισμένα φύλλα που πέφτουν καθώς μπαίνει ο χειμώνας, όπως ένας θεός γονατίζει ξαφνικά κι αστραπιαία για να σηκώσει έναν άγγελο που έπεσε καθώς αναζητούσε το καλό, μέσα στην επίγεια παντοδυναμία του κακού.

Κι έτσι σαν ένα κακό όνειρο χάθηκε στην εκπνοή του καλοκαιριού ότι είχε απομείνει από μια εφηβική παρέα που περιπλανιόταν ανέμελα στους δρόμους του Ν. Ψυχικού τα καλοκαίρια του ‘70, ανάμεσα σε συνοικιακούς κινηματογράφους, απατηλούς έρωτες, μακρόσυρτες χωρίς νόημα συζητήσεις, καυγάδες και γέλια, χρώματα κι αρώματα μιας εποχής πολλά υποσχόμενης για όλους.

Κι έτσι σαν ένα κακό όνειρο, δύο βδομάδες πριν πάρεις τον δρόμο για το μεγάλο ταξίδι, ένα απόγευμα εκεί στο νοσοκομείο του Αγίου Σάββα, κοίταξες στα μάτια τον αδελφό σου και αποκαμωμένη με μάτια θολά, του πες πως είχε φτάσει πια η ώρα για να φύγεις. «Βαγγέλη φεύγω», του είπες … «Βαγγέλη φεύγω» … κι έφυγες … και μαζί σου έφυγαν και τα νιάτα μας αγαπημένη μας Σοφούλα, το τελευταίο δώρο μας για σένα, και μαζί σου φεύγει η αθωότητα των παιδικών μας χρόνων, που θα σε συντροφεύει για πάντα, εκεί … στους ίδιους δρόμους με τους συνοικιακούς κινηματογράφους με τα γιασεμιά και τα ξωτικά μέρη πάνω στην οθόνη, με τις ίδιες σκέψεις, με τα ίδια όνειρα, και μια αγάπη για σένα, παντοτινή, απέριττη, απύθμενη, που θα σε συντροφεύει μέχρι να ανταμώσουμε και πάλι στην οδό ονείρων, στις γειτονιές των αγγέλων, εκεί όπου ο πόνος γίνεται χαρά, ο θάνατος αιώνια ζωή, το μίσος αγάπη, και η φλόγα νερό για να ξεδιψάει όποιος γεύτηκε τη πίκρα της ζωής.



Αντίο Σοφούλα. Ο ξάδερφός σου Τέλης.



Υ.Γ. Η Σοφία Μιχαλοπούλου - Καλλή έφυγε στις 9 Σεπτεμβρίου του 2010 σε ηλικία 44 ετών αφήνοντας πίσω τα δίδυμα μικρά αγγελούδια της, τον Δημήτρη και την Ελπίδα ηλικίας 2,5 ετών, που μεγαλώνουν ευτυχώς μ’ έναν στοργικό πατέρα και τους διακριτικά συμμετέχοντες φύλακες αγγέλους, από κείνη την συντροφιά από τα καλοκαίρια του ’70 …







Αριστοτέλης Γ. Καλλής

Επ. Πρ. Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας

Πτ. Πολιτ. Τμήματος Νομικής Σχολής Αθηνών

Nemeahistory.bloqspot.com


Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Μια ευρηματική διαφήμιση της Eurobank με αναφορά στην ΝΕΜΕΑ και τον μοναδικό της οίνο.

Μια ευρηματική διαφήμιση της Eurobank με αναφορά στην ΝΕΜΕΑ και τον μοναδικό της οίνο:

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Τέλης Καλλής ~ Λες και ήταν χθες

Τα χρόνια φεύγουν
και περνούν
μαζί και η ευτυχία
και μόνον η ανάμνηση
θα μένει αιωνία.

 

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

ΝΕΜΕΑ – ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΠΟΥΡΑ: Πρόταση του Αριστοτέλη Γ. Καλλή (επ. προέδρου Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας) προς τον Δήμο Νεμέας για να τιμηθεί ο αείμνηστος Γεωπόνος Νικόλαος Π. Μπούρας, εμπνευστής και ιδρυτής της Πρώτης της Γιορτής Κρασιού Νεμέας.


  

ΠΡΟΣ

TON ΔΗΜΑΡΧΟ ΝΕΜΕΑΣ ΚΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΛΑΝΤΖΗ


ΘΕΜΑ: Πρόταση του Α. Γ. Καλλή για την καθιέρωση βραβείου καινοτομίας με την ονομασία «Βραβείο Μπούρα» στις «Μεγάλες Μέρες της Νεμέας».


Νεμέα - Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Κύριε Δήμαρχε


Καταθέτω σήμερα πρόταση στο σεβαστό σας συμβούλιο ώστε να καθιερωθεί στις «Μεγάλες Μέρες της Νεμέας» βραβείο καινοτομίας, στην μνήμη του εμπνευστή και δημιουργού της γιορτής κρασιού Νεμέας, με την ονομασία «Βραβείο Μπούρα». Θέλω να πιστεύω ότι δεν αρκεί απλά μια τιμητική βραδιά για τον άνθρωπο και επιστήμονα Νικόλαο Μπούρα που αγάπησε και τίμησε την Νεμέα, αλλά πρέπει να καθιερωθεί ένα βραβείο με το όνομά του που θα αποδεικνύει ότι αυτή η πόλη δεν ξεχνά όσους με το έργο και την παρουσία τους συνέβαλλαν στην ανάπτυξή της.

Το «Βραβείο Μπούρα» προτείνω να είναι ένα βραβείο καινοτομίας και να δίδεται για μια καινοτόμο πράξη σε μια προσωπικότητα ή μια ομάδα που μέσα από αυτήν αναδεικνύεται η περιοχή μας. Θα δίδεται κατά την διάρκεια των «Μεγάλων Ημερών της Νεμέας» και θα αποτελεί το μέγιστο βραβείο της πόλης για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αποδέκτης του βραβείου θα μπορεί να είναι ένας επιστήμονας, ένας αγρότης, ένας επιχειρηματίας, ένας έμπορος ή ένας πνευματικός άνθρωπος. Το συγκεκριμένο βραβείο θα μπορεί να έχει διαβαθμίσεις π.χ. βραβείο που αφορά ένα λογοτεχνικό έργο, βραβείο που αφορά την γεωργική παραγωγή κ.ο.κ., και θα έχει σχέση πάντα με την περιοχή μας.

Μαζί με αυτή μου την πρόταση επισυνάπτω και την εργασία μου που αφορά τη ζωή και το έργο του Νικολάου Μπούρα που αποδεικνύει εκ των πραγμάτων την μεγάλη του συμβολή στην ανάπτυξη της Νεμέας μέσα από έναν καθιερωμένο και επιτυχημένο θεσμό όπως είναι «οι Μεγάλες Μέρες της Νεμέας».

Μετά τιμής

Α. Γ. Καλλής

Επ. Πρόεδρος Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας

 

Νικόλαος Μπούρας: Ο δημιουργός της Πρώτης Γιορτής Κρασιού Νεμέας στις 12 Σεπτεμβρίου 1979












ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Α. Γ. ΚΑΛΛΗ*

ΤΙΤΛΟΣ: Νικόλαος Μπούρας: Ο δημιουργός της Πρώτης Γιορτής Κρασιού Νεμέας στις 12 Σεπτεμβρίου 1979
(o ακτιβιστής της Γεωπονίας που αγάπησε με πάθος την Νεμέα).



ΕΝ ΑΡΧΗ: Ο γεωπόνος Νικόλαος Π. Μπούρας (1926-1993), αποτελεί για την Νεμέα μια εμβληματική μορφή, ως δημιουργός της Πρώτης Γιορτής Κρασιού Νεμέας στις 12 Σεπτεμβρίου 1979. Η γιορτή αυτή ως αποτέλεσμα έμπνευσης του ευφυούς αυτού ανθρώπου, έμελλε να γίνει για τα επόμενα χρόνια η αφετηρία μιας σειράς πολύ σημαντικών εκδηλώσεων με βάση το τρίπτυχο οίνος – ιστορία – πολιτισμός, και στόχο την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής της Νεμέας που αποτελεί την μεγαλύτερη αμπελοοινική ζώνη της χώρας.
ΕΝ ΕΤΗ 1926: Ο Νικόλαος Π. Μπούρας γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1926 στη Μαγούλα της Σπάρτης, την ίδια ακριβώς χρονιά που γεννήθηκαν ο Βάιντα, η Λαμπέτη, η Μονρόε, ο Κάστρο, ο Βέγγος, ο Κουνδούρος, ο Μουστακλής, η Αρβελέρ, ο Φουκό. Μια γενιά δηλαδή σπουδαίων ανθρώπων καθείς στο είδος του, που θα αφήσουν ανεξίτηλο το στίγμα τους για τα επόμενα χρόνια. Ο Νίκος ήταν ένας απ’ αυτούς. Ιδιαίτερος, μοναδικός και σπάνιος ως χαρακτήρας. Στην Ελλάδα του 1926, τέσσερα χρόνια μετά την καταστροφή της Σμύρνης, κυριαρχεί ένα ρευστό πολιτικό σκηνικό όπου εναλλάσσονται πρόσωπα και κυβερνήσεις που προσπαθούν επί ματαίων να βρουν ένα σταθερό βηματισμό (Κουντουριώτης, Πάγκαλος, Ευταξίας, Κονδύλης, Ζαΐμης) για την ευημερία και την ανάπτυξη της χώρας. Σε διεθνές επίπεδο κυριαρχεί η άνοδος του ιταλικού φασιστικού κόμματος του Μ. Μουσολίνι, ο Χιροχίτο στο θρόνο της Ιαπωνίας, οι διαδηλώσεις στην Αμερική υπέρ των Σάκκο και Βαντσέττι, η ένταξη στην Κοινωνία των Εθνών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Γεγονότα που θα γίνουν αιτία ανατροπής της παγκόσμιας ειρήνης τα επόμενα χρόνια.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ: Ο Νικόλαος Μπούρας λοιπόν, έρχεται στη ζωή στις 14-6-1926 σε μια δύσκολη και ιδιαίτερη ιστορική περίοδο. Υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Πατέρας του, ο γεωπόνος Παναγιώτης Αθ. Μπούρας, που θα χρηματίσει Υφυπουργός Γεωργίας και μητέρα του η δασκάλα του Αρσακείου, Αθηνά Ασπιώτη. Ο Παναγιώτης και η Αθηνά αποκτούν τέσσερα παιδιά, τον Αθανάσιο, τον Ηλία, τον Νίκο και την Αικατερίνη που τα μεγαλώνουν σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η γνώση, η ευγένεια αλλά και οι αυστηροί κανόνες της αστικής τάξης.
ΤΑ ΑΔΕΛΦΙΑ ΤΟΥ: Ο Αθανάσιος Μπούρας, γιατρός, σκοτώνεται στον Εμφύλιο Πόλεμο. Η Αικατερίνη Μπούρα, τελειόφοιτος του Αρσακείου, πεθαίνει από την επάρατο νόσο σε νεαρή ηλικία. Ο Ηλίας Μπούρας αφού τελείωσε την Νομική Σχολή Αθηνών, φεύγει για την Αμερική όπου και εργάζεται στο Νομικό Τμήμα του Λευκού Οίκου. Ο Νικόλαος Μπούρας, σπουδάζει στην Γεωπονική σχολή Αθηνών (αν και λάτρης της φιλοσοφίας και της ποίησης – στο βιογραφικό του ας προστεθεί και μια ποιητική συλλογή) και συνεχίζει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Ιταλία και στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο (ΜΙΤ), όπου και εξειδικεύεται στην φυτοπαθολογία.
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ: Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εντάσσεται στο δυναμικό της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος και ξεκινά την σταδιοδρομία του ως γεωπόνος στο Υποκατάστημα της Αγροτικής στην Νεμέα, όπου και δείχνει τα πρώτα δείγματα γραφής του ως άνθρωπος και επιστήμονας. Θα επανέλθει μετά από μερικά χρόνια για να βάλει την σφραγίδα του στα δρώμενα της πόλης.



Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ: Η μετάθεσή του όμως στον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας, έμελλε να γίνει η αιτία να γνωρίσει την Χαρά Καραβασίλη που για τα επόμενα χρόνια θα είναι ο φύλακας άγγελός του. Ανάμεσα στους δύο νέους αναπτύσσετε ένα ρομαντικό ειδύλλιο που καταλήγει σ’ έναν γάμο που θα διαρκέσει 36 ολόκληρα χρόνια. Αυτή ακριβώς η σχέση που ο ίδιος υπερασπίζεται με πάθος, θα γίνει και η αιτία για να τον αποκληρώσει ο πατέρας του, εστιάζοντας στην «ταπεινή» καταγωγή τής κοπέλας, αλλά και στην πεισματική άρνηση του Νίκου να την εγκαταλείψει διαλύοντας τον γάμο του. Η σπουδαία όμως αυτή γυναίκα μετά από πολλά χρόνια θα σταθεί στο πλευρό αυτού του δύσκολου ανθρώπου, δείχνοντάς του αγάπη και σεβασμό. Κι εκείνος, πεθαίνοντας στα χέρια της, τής ζητά να τον συγχωρήσει για όλα τα δεινά που τους είχε προξενήσει.
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ: Από το σημείο λοιπόν αυτό, όπου ο πατέρας του τον αποκληρώνει, ξεκινά ένας δύσκολος αγώνας επιβίωσης αλλά και οικογενειακής ευτυχίας, μιας και ο ίδιος εξελίσσετε σ’ έναν ιδανικό πατέρα μετά την απόκτηση των τεσσάρων παιδιών του, που τον στηρίζουν μέχρι και το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Όμως η περιπέτειά του δεν έχει τέλος. Η Οδύσσεια του έχει ακόμη πολλά κεφάλαια.
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ: Το 1971, κατά την διάρκεια της δικτατορίας, οδηγείται σε αναγκαστική παραίτηση από τον ανώτερο επιθεωρητή της Αγροτικής Τράπεζας, λόγω του ότι αρνείται να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις του, που αφορούν την παράδοση μιας πρωτοποριακής του εργασίας που έχει να κάνει με τον σχεδιασμό και την οργάνωση θερμοκηπίων, αλλά και πειραματικών καλλιεργειών άμεσα συνδεδεμένων με αυτά, ώστε να την προωθήσει στο Υπουργείο Γεωργίας με δική του υπογραφή. Ο Νίκος δεν δέχεται επ ουδενί να καρπωθεί άλλος την δική του πολύχρονη εργασία και τότε ο επιθεωρητής εκβιαστικά του προτείνει δύο λύσεις: ή δυσμενή μετάθεση στα σύνορα, ή παραίτηση. Λόγω της δύσκολης μετακίνησης της εξαμελούς οικογένειάς του αποδέχεται αναγκαστικά την παραίτηση. Έτσι, το 1971 μετά από μια πολλά υποσχόμενη καριέρα, οδηγείται στην ανεργία και στο οικονομικό αδιέξοδο, επειδή τόλμησε να υπερασπιστεί το επιστημονικό του κύρος, τις ιδέες του και την οικογένειά του. (Ήθελε λέει να είναι ελεύθερος … σκοτώστε τον όπως θα έλεγε και ο Ν. Καζαντζάκης).
ΑΡΓΟΣ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ: Μετά την αναγκαστική του παραίτηση, εγκαθίσταται στο Άργος όπου με την στήριξη της γυναίκας του κι ενός καλού του φίλου γεωπόνου, ανοίγει κατάστημα με γεωργικά φάρμακα. Ο αγώνας είναι μεγάλος όπως και οι οικονομικές δυσκολίες του νέου εγχειρήματός του, γιατί τα περισσότερα φάρμακα δίνονται με ανοιχτή πίστωση και τις πιο πολλές φορές δωρεάν σε αδύναμους αγρότες. Η ιδεολογία του και οι αξίες του για ακόμη μια φορά υπερτερούν του οικονομικού του συμφέροντος. Την συγκεκριμένη επίσης περίοδο επιδεινώνεται και ένα χρόνιο πρόβλημα της υγείας του εξ αιτίας της άμεσης επαφής του με τα φυτοφάρμακα.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟ ΠΕΠΕΛΑΣΗ: Το γεγονός αυτό, της επιδείνωσης της υγείας του, γίνεται η αιτία να κινητοποιηθεί ο φύλακας άγγελός του, η Χαρά, προβαίνοντας σε μια ενέργεια που ο ίδιος αγνοούσε και λόγω χαρακτήρα δε θα συναινούσε επ ουδενί να πραγματοποιηθεί. Συναντά τον τότε Διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας Αδαμάντιο Πεπελάση (περίοδο μεταπολίτευσης) και αφού του εξιστορεί τον αληθινό λόγο παραίτησης του Νίκου, τού ζητά να επανέλθει στη τράπεζα. Με παρέμβαση λοιπόν αυτού του μεγάλου οικονομολόγου και ανθρώπου, όπως απεδείχθη, ο Νίκος επανέρχεται στην Αγροτική Τράπεζα για να προσφέρει και πάλι με αυταπάρνηση τις υπηρεσίες του.
ΕΠΙΤΙΜΟΣ ΔΗΜΟΤΗΣ ΚΑΜΑΡΙΟΥ: Σε μια από τις μεταθέσεις του, δίνει το πρώτο δείγμα γραφής της νέας του περιόδου, στο Καμάρι Κορινθίας, όπου ναυλώνει ψεκαστικό ελικόπτερο παίρνοντας προσωπικό δάνειο για να σώσει τη σοδειά των αγροτών, που βρίσκονταν σε απόγνωση. Η σοδειά σώζεται και η τοπική αρχή τον ανακηρύσσει «επίτιμο δημότη» Καμαρίου αναγνωρίζοντας τη μεγάλη του προσφορά. Το ταξίδι του όμως δεν σταματά εκεί. Αρχίζουν ξανά οι μεταθέσεις. Κόρινθος, Παραμυθιά, Νεμέα.
ΝΕΜΕΑ - ΓΙΟΡΤΗ ΚΡΑΣΙΟΥ: Στη Νεμέα, στον τόπο του μύθου, της ιστορίας και του οίνου, νιώθει να αναβαπτίζονται τα όνειρα και οι ελπίδες του. Αγοράζει με μεγάλες θυσίες ένα χτήμα στην περιοχή του «Αχλαδιά» και σχεδιάζει να γίνει αυτό το ησυχαστήριό του, αλλά και ο τόπος των πειραμάτων του πάνω στην αγροτική παραγωγή. Ονειρεύεται να δει την Νεμέα ένα κέντρο οίνου, πολιτισμού και εμπορίου όπως είναι αντίστοιχα της Γαλλίας και της Ιταλίας. Το όραμα και η πίστη του για

την Νεμέα τον οδηγεί στη δημιουργία της πρώτης «Γιορτής Κρασιού Νεμέας» στις 12 Σεπτεμβρίου 1979 (κατά μοιραία σύμπτωση πεθαίνει μετά από 14 χρόνια ακριβώς την ίδια ημερομηνία με τραγικό τρόπο στις 12 Σεπτεμβρίου του 1993). Για μια ακόμη φορά παίρνει προσωπικό δάνειο όχι για τον ίδιο, αλλά για την Νεμέα που αγαπά θεωρώντας την κομμάτι από τα όνειρά του. Έτσι αρχίζει κάτι που στην αρχή φάνταζε αδύνατο και απατηλό. Για την υλοποίηση της Γιορτής Κρασιού πρωτοστατούν τα τέσσερα παιδιά του (Θάνος, Αθηνά, Παναγιώτης, Λευτέρης) αλλά και μια ομάδα νέων ανθρώπων (ενδεικτικά αναφέρω Β. Μπαϊρακτάρης, Κ. Μητραβέλας, Π. Μπεκιάρης, Γ. Παπανικολάου, Π. Πλακογιάννης, Χ. Καραντζιάς, Γ. Λέκκας) που ενθουσιάζονται με το όραμά του. Οι νέοι αυτοί άνθρωποι, προσθέτουν τις λιγοστές τους οικονομίες στο δάνειο του Νίκου, εργάζονται αφιλοκερδώς ατελείωτες ώρες, σχεδιάζουν πάνω σε χασαπόχαρτα διαφημιστικά μηνύματα, ασπρίζουν τα πεζοδρόμια του κεντρικού δρόμου έως την πλατεία όπου θα γινόταν η γιορτή και διαφημίζουν το μεγάλο γεγονός μέσω του παράνομου ερασιτεχνικού σταθμού του Κ. Μητραβέλα που καλούσε τον κόσμο να έρθει στη Νεμέα να γευτεί δωρεάν το μοναδικό της κρασί (για την ιστορία, δύο μέρες μετά την γιορτή ο Κώστας συλλαμβάνεται από την Ασφάλεια Κορίνθου, όπου οδηγείται σιδεροδέσμιος και παράλληλα κατάσχονται οι δίσκοι, τα μηχανήματα και ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός του σταθμού που χρησιμοποιήθηκε για την Γιορτή Κρασιού). Αυτοί οι νέοι λοιπόν που συνεπαίρνονται από τον ενθουσιασμό του Νίκου στήνουν τραπέζια, καρέκλες, διαμορφώνουν τον περιβάλλοντα χώρο, γεμίζουν τις κανάτες κρασί από τον Συνεταιρισμό και τις προσφέρουν δωρεάν στους επισκέπτες, ντύνονται με παραδοσιακές στολές για να χορέψουν και να σκορπίσουν το κέφι. Μαζί τους ακολουθεί και ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Νεμέας, ο αείμνηστος Μ. Βελέντζας που συμμερίζεται τον μεγάλο τους αγώνα, και τους παραχωρεί το κοινοτικό κατάστημα, την πλατεία Ηρώων, και δωρεάν ρεύμα για να μπορέσει να λειτουργήσει η ορχήστρα που πληρώθηκε εξ ολοκλήρου από τον Ν. Μπούρα. Το μεγάλο αυτό γεγονός της πρώτης γιορτής πυροδοτεί τα επόμενα χρόνια τις ιστορικές πλέον γιορτές κρασιού στο Αθλητικό Στάδιο Νεμέας, όπου παρέλασαν οι πιο μεγάλοι καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου, αλλά και τις σημερινές με την νέα τους ονομασία ως «Μεγάλες Μέρες της Νεμέας», καθιστώντας την περιοχή μας ένα πραγματικό κέντρο οίνου και πολιτισμού όπως ακριβώς το είχε οραματιστεί ο Νίκος Μπούρας.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΓΙΟΡΤΗΣ: Η Γιορτή Κρασιού Νεμέας του 1979 έθεσε τις βάσεις για το μέλλον και είχε μεγάλη επιτυχία κυρίως στους απλούς ανθρώπους που ενστερνίστηκαν τις ανησυχίες και τον ενθουσιασμό του Νίκου. Για κάποιους άλλους (όπως συμβαίνει πάντα με τους πρωτοπόρους) άφησε γεύση ακόμη μιας «τρέλας» του Μπούρα του γεωπόνου. Στη δε οικογένειά του πρόσθεσε ένα δυσβάσταχτο χρέος που δυσκόλεψε την επιβίωσή της τα επόμενα χρόνια.
ΝΕΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ: Όμως τίποτα δεν τον πτοεί. Στην κάθε δυσκολία, στον κάθε πικρό λόγο, απαντά με το χαμόγελο, την καλή του καρδιά και το δημιουργικό του πνεύμα. Ξεκινά μια σειρά νέων πειραμάτων στο χτήμα του στη Νεμέα που για ακόμη μια φορά όπως και στο παρελθόν πετυχαίνει θαυμαστά αποτελέσματα πάνω σε δύο κυρίως προϊόντα, την πατάτα και την ντομάτα. Το μεγάλο του όμως χρέος, απόρροια και του δανείου που είχε πάρει για την Γιορτή Κρασιού, τον υποχρεώνει να πουλήσει τα δικαιώματα των επιτευγμάτων του σε μια μεγάλη φυτοφαρμακευτική εταιρεία.
ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΚΥΚΛΟ: Αφού διευθετεί τις εκκρεμούσες υποχρεώσεις του στην Νεμέα φεύγει για την τελευταία του μετάθεση στην Αγροτική Τράπεζα Κορίνθου όπου θα πάρει την σύνταξή του με τον μεγαλύτερο βαθμό και θα φύγει πιο φτωχός κι απ’ ότι είχε ξεκινήσει στα πρώτα του βήματα.
ΑΚΟΜΗ ΕΝΑ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ: Στα χρόνια που ακολουθούν, δημιουργεί μια δική του επιχείρηση διάθεσης αγροτικών προϊόντων, που σκοπό έχει την παράκαμψη των μεσαζόντων και την ενίσχυση των παραγωγών του πρωτογενούς τομέα. Όπως πάντα, προσπαθεί να υπηρετήσει το δίκαιο κόντρα στους νόμους της αγοράς που θέλει το κέρδος των ολίγων να υπερτερεί έναντι των πολλών. Βλέπεις δεν γεννήθηκε έμπορος, γεννήθηκε άνθρωπος που καταρρέει όταν διακρίνει στο βλέμμα του άλλου την απόγνωση και την ανέχεια. Στις συναλλαγές που έχει με τους αγρότες προτιμά πολλές φορές να τους πληρώνει περισσότερα απ’ όσα ο ίδιος εισπράττει όταν πουλά τα προϊόντα τους.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ: Στις 12 Σεπτεμβρίου 1993 ξεκινά να πάει στο Λέχαιο να φορτώσει, όπως έκανε πάντα. Συνεχίζει να κάνει διανομές γεωργικών προϊόντων παρακάμπτοντας όλους εκείνους που μια ζωή συγκρούστηκε μαζί τους. Ακόμη και τώρα καθοδηγείται από ιδέες και αξίες που θέλουν μια κοινωνία πιο δίκαιη, πιο όμορφη, πιο ελεύθερη, όπου όλοι θα είναι για όλους, ίσοι μεταξύ ίσων, χωρίς πείνα και δυστυχία.
Είναι 12 του Σεπτέμβρη του 1993, είναι 67 χρονών, ακόμη του απομένουν λίγα δευτερόλεπτα ζωής … στο μυαλό του η επιστροφή, η αγαπημένη του Χαρά, που μετά από τόσα χρόνια του μιλά με την ίδια τρυφερότητα της πρώτης τους γνωριμίας, τα παιδιά του που σαν ψέματα είχαν κιόλας μεγαλώσει, τα χρόνια που πέρασαν δύσκολ
α μα και τόσο όμορφα, οι ατελείωτοι αγώνες, οι ατελείωτες αφετηρίες σ’ ένα ταξίδι ζωής σαν τις αχτίνες του ήλιου που διαχέονται μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο από τις παλιές ξύλινες γρίλιες του εξωφύλλου.
Είναι 12 του Σεπτέμβρη του 1993 … πρωί, ξημερώματα … και καθώς βγαίνει στην παλαιά εθνική οδό, ένα επιβατικό αυτοκίνητο με οδηγό κάποιον που γύριζε από την Κόρινθο, από ολονύχτιο γαμήλιο γλέντι, τον χτυπά πλαγιομετωπικά τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Το ασθενοφόρο που σπεύδει στο σημείο, από κακή εκτίμηση παίρνει πρώτα τον άλλον και τον αφήνει για να τον μεταφέρουν οι επόμενοι. Σ’ εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα ξεψυχά αφήνοντας την τελευταία του πνοή πάνω στην άσφαλτο. Θα μπορούσε να είχε ζήσει. Όμως ακόμη και την ύστατη στιγμή του, προτεραιότητα έχουν … οι άλλοι … όπως σε όλη του τη ζωή…
Είναι 12 του Σεπτέμβρη του 1993 … ξημερώνει μια καινούργια μέρα, όμως ο άνθρωπος που αγάπησε τους ανθρώπους δεν είναι πια εδώ … έφυγε για πάντα … για την γειτονιά των αγγέλων … για την τελευταία μετάθεση της ζωής του στην οδό ονείρων.

Αριστοτέλης Γ. Καλλής
Επ. Πρ. Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας
Πτ. Πολιτ. Τμήματος Νομικής Σχολής Αθηνών
Nemeahistory.bloqspot.com

Υ.Γ.1. Το κείμενο αυτό είναι συγχρόνως μια επίσημη πρόταση στον Δήμο Νεμέας όπως καθιερωθεί στις «Μεγάλες Μέρες της Νεμέας» ένα βραβείο καινοτομίας με την ονομασία «ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΠΟΥΡΑ». Θέλω να πιστεύω πως θα είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής σ’ έναν σπουδαίο άνθρωπο που τίμησε την Νεμέα με το έργο του.
Y.Γ.2.Τραγική υποσημείωση – δείγμα της μεγάλης του ευαισθησίας: Το τελευταίο διάστημα της ζωής του είχε υπό την προστασίαν του στο χτήμα του μια αδέσποτη σκυλίτσα που είχε γεννήσει. Παρά τις μεγάλες του οικονομικές δυσκολίες είχε βρει τον τρόπο να συντηρεί το άτυχο ζώο και τα μικρά του. Είχε έρθει σε μια άτυπη συμφωνία με έναν προφανώς εξίσου ευαίσθητο και φιλόζωο περιπτερά, όπου του έδινε από τα φρούτα που εμπορεύονταν (εν είδη ανταλλαγής) και έπαιρνε γάλα για να το δίνει στη σκύλα και τα νεογέννητά της. Η σκυλίτσα αυτή πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1993, δύο μέρες μετά τον τραγικό θάνατο του Νίκου, διαισθανόμενη την απώλεια του ευεργέτη της. Ακόμη και η φύση κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο απέδιδε το ύστατο χαίρε σε έναν αγνό και ευαίσθητο άνθρωπο. 
 Y.Γ.3. Ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη την Αθηνά Μπούρα κόρη το αειμνήστου Νίκου Μπούρα.
 Y.Γ.4.Επίσημη πρόταση προς τον Δήμο Νεμέας.