Α. Γ. Καλλής: «Η βαλίτσα»
Η ζωή έφευγε. Κάθε μέρα συνειδητοποιούσε τα πράγματα που τον αφορούσαν να αποστασιοποιούνται από αυτό που θα ήθελε να είναι. Σκόρπιες σελίδες από ανεκπλήρωτα όνειρα, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, του έκοβαν την ανάσα στα δύο σ’ ένα απείθαρχο αύριο με προοπτική το τίποτα.
Ποιος δρόμος, ποιες λέξεις θα ήταν τώρα ικανές να γίνουν τα οδοφράγματα σε μια κραυγή απόγνωσης αλλά και οργής για όσα συνέβαιναν στην καθημερινότητά του;
Εκεί στη γωνία πάνω από την ξύλινη ξεχαρβαλωμένη ντουλάπα υπήρχε η λύση. Μια παλιά φθαρμένη βαλίτσα, κληρονομιά απ’ τον αδελφό τού παππού του, μετανάστη πρώτης γενιάς που είχε φύγει για την Αμερική για να δουλέψει στους σιδηροδρόμους.
Γύρισε πίσω γύρω στα 53 του στο πατρικό τους έχοντας χάσει τα πάντα. Οικογένεια, χρήματα, δουλειά, περιουσία. Μονάχα μια μικρή σύνταξη είχε, αναντίστοιχη τόσων χρόνων δουλειάς και αναμνήσεις από ένα όνειρο που ‘χε χαθεί για πάντα κάτω απ’ τα συντρίμμια μιας πρόσκαιρης ευτυχίας.
Ποτέ δεν είπε τίποτα περισσότερο απ’ αυτά που οι άλλοι συμπέραναν από τα μισόλογά του, όταν σε μια γωνιά κατέβαζε μια μπουκάλα κονιάκ απ’ το φτηνό που αγόραζε απ’ το μπακάλικο της γειτονιάς, τραγουδώντας πάντα ένα παλιό γαλλικό τραγούδι που κανείς δεν καταλάβαινε. Πέθανε δύο χρόνια μετά αφ’ ότου είχε γυρίσει στο χωριό. Τον βρήκε κοκαλιασμένο ένα πρωί η υπέργυρη αδελφή του στην κρύα κάμαρά του με ορθάνοιχτα τα μάτια, έχοντας στο χέρι μια τσαλακωμένη φωτογραφία που απεικόνιζε μια όμορφη νέα γυναίκα κι ένα κοριτσάκι που θα ‘ταν δε θα ‘ταν 5 ή 6 χρονών.
Μετά από χρόνια και εντελώς τυχαία, έμαθαν από έναν καρδιακό του φίλο πού δούλευαν κάποτε μαζί, στις καλές εποχές ως συνεργάτες σ’ ένα απ’ τα καλύτερα ελληνικά ρεστοράντ, πως σε μια εκδρομή το αυτοκίνητό του είχε συγκρουστεί με ένα διερχόμενο φορτηγό βαρέως τύπου. Τότε σκοτώθηκαν ακαριαία η κόρη και η Γαλλίδα γυναίκα του. Εκείνος είχε σωθεί ως εκ θαύματος με βαριά τραύματα και παροδική αμνησία που τον συνόδεψε τα επόμενα δύο χρόνια. Δύο χρόνια μέσα στην κατάθλιψη, το αλκοόλ, το τζόγο και την απόλυτη καταστροφή. Εκεί, όπως τους είχε πει εκείνος ο φίλος του, τελείωσε και η ζωή του μια για πάντα. Στο τέλος έβαλε μέσα σε μια βαλίτσα τα απαραίτητα και γύρισε πίσω στο πατρικό του μόνος και έρημος. Μια σκιά χωρίς σώμα. Ένα ποτάμι χωρίς νερό, στερεμένο και δύσβατο.
Να λοιπόν που η ζωή τα φέρνει έτσι που η βαλίτσα (ότι δηλ. είχε απομείνει, από τον αδελφό τού παππού του) ήταν και πάλι ο δρόμος της επιστροφής στο αμερικάνικο όνειρο, η απάντηση στο τωρινό αδιέξοδο. Τραγική ειρωνεία ο θάνατος που γεννά τη ζωή μέσα από τα εναπομείναντα σάβανα μιας άλλης εποχής. Ένας ομφάλιος λώρος, ανάμεσα σ’ ένα τραυματικό παρελθόν κι ένα αβέβαιο αλλά ελπιδοφόρο μέλλον.
Θα έφευγε λοιπόν κι αυτός, αναζητώντας την τύχη του στα ίδια μέρη. Είχε βγάλει ήδη τα χαρτιά του. Ποιος ξέρει σκέφτηκε, ίσως εγώ σταθώ πιο τυχερός.
Η ώρα είχε φτάσει. ‘Έριξε μέσα δυο παντελόνια, τρία πουκάμισα, δυο αλλαξιές εσώρουχα, μια φωτογραφία οικογενειακή, μια μικρή εικόνα του Αγίου Δημητρίου πολιούχου του χωριού, και μια παλιά φθαρμένη μέθοδο Αγγλικών του Divry’s που του ‘χε χαρίσει ο ξάδελφός του ο δάσκαλος, εξόριστος τώρα στη Γυάρο, για να μπορεί να συνεννοηθεί όταν θα έφτανε στην Αμερική … στο Σαν Φραντζίσκο, προσκεκλημένος από εκείνον τον φίλου του παππού του.
Η μάνα του, μια λυγερόκορμη γυναίκα τον αγκάλιασε σφιχτά … Να προσέχεις του είπε, μη μας ξεχάσεις, όταν φτάσεις να μας γράψεις αμέσως. Ο πατέρας του είχε πεθάνει πέντε χρόνια πριν, απ’ το χτικιό. Η αδελφή του ήταν δέκα χρονών κοριτσάκι ανήμπορο και λεπτό σαν το κεράκι της εκκλησιάς.
Δεν κοίταξε πίσω ... Το λεωφορείο της γραμμής είχε ήδη φτάσει … Καθώς κατηφόριζε, άκουγε το λυγμό της μάνας του … το κλάμα της αδελφής του τής Μαρούλας κι ένα «η Παναγιά μαζί σου αγόρι μου». Έσφιξε τα δόντια … ήθελε να φωνάξει, να ουρλιάξει, να κλάψει … να γυρίσει πίσω και να πέσει στην αγκαλιά τους. Στην γωνιά, ανάμεσα στο πέτρινο σπίτι τού προέδρου κι εκείνο τού νονού του, ήταν κι εκείνη.
Του έκανε ένα νεύμα, ήταν βουρκωμένη … Ήθελε να τρέξει να την αγκαλιάσει, να την φιλήσει, να την χαιρετίσει … να της πει πόσο την αγαπάει κι ας τον έβλεπαν όλοι στο χωριό … αλλά … Ποιος ξέρει σκέφτηκε … θα γυρίσω; Θα την ξαναδώ; Της χαμογέλασε αμήχανα φέρνοντας το χέρι του στο μέρος της καρδιάς, σαν να της έλεγε σ’ ευχαριστώ για όλα … κι εγώ σ’ αγαπάω … συγχωράμε που φεύγω. Έσφιξε τα δόντια και προχώρησε. Το λεωφορείο είχε ήδη φτάσει. Ανέβηκε αργά τα μεταλλικά σκαλοπάτια και κάθισε στην τρίτη σειρά απ’ το τέλος.
Η πόρτα του λεωφορείου έκλεισε απότομα, άγαρμπα, όπως και ο κύκλος της έως τώρα ζωή του. Το ταξίδι ξεκινούσε … Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου σκέφτηκε … Στην δεξιά του τσέπη το χέρι του έπιασε αμήχανα το εισιτήριο και ένα μικρό κλαδάκι απ’ το μεγάλο πλατύφυλλο βασιλικό της αυλής τους … Έξω απ’ το παράθυρο, καθώς το λεωφορείο έτρεχε, η μία εικόνα διαδέχονταν την άλλη, όπως οι σκόρπιες σκέψεις του μυαλού του, μέχρι που χάθηκαν όλοι και όλα στο βάθος του δρόμου με τις θεόρατες λεύκες που έστεκαν εκεί η μια πίσω απ’ την άλλη σαν τους αρχαγγέλους τη μέρα της κρίσης.
Μια καινούργια μέρα ξεκίναγε. Γιατί Θεέ μου; Γιατί σκέφτηκε έχοντας ένα απελπισμένο βλέμμα. Έγειρε πάνω στο τζάμι τού αυτοκίνητου, που οι κραδασμοί του τον νανούριζαν όπως κάποτε η μάνα του δίπλα στο τζάκι, στο χειμωνιάτικο δωμάτιο με τα μικρά παράθυρα, κι αποκοιμήθηκε.
Από το ράδιο του λεωφορείου, όλως τυχαία έπαιζε ένα παλιό γαλλικό τραγούδι σαν εκείνο που τραγουδούσε ο αδελφός του παππού του στην άδεια κάμαρα του πατρικού του. Όλα σκέφτηκε μπορεί να αλλάξουν κι ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
Η ευτυχία τελικά, είναι στιγμές … χιλιάδες μικρές στιγμές ως αντίδοτο στην πίκρα, την μοναξιά και την απόγνωση. Μια μικρή αχτίνα φωτός στο απέραντο σκοτάδι της σιωπής που μπορεί να τα ανατρέψει όλα από την μια στιγμή στην άλλη.
Nemeahistory.bloqspot.com
Υ.Γ. 1. Τον τίτλο τον εμπνεύστηκα από την λέξη «βαλίτσα» που αυτό τον καιρό ακούγεται συνεχώς από τα ΜΜΕ ως μέρος ενός ακόμη οικονομικού σκανδάλου. Στο μυαλό μου όμως ήρθαν κάποιες άλλες, τιμημένες βαλίτσες που ιδιοκτήτες τους ήταν κάποιοι άλλοι Έλληνες που η πατρίδα εξόρισε γιατί ήθελαν να ‘χουν κι αυτοί μερίδιο στην ευτυχία, στην ζωή, στην πρόοδο.
Υ.Γ. 2. Το μουσικό κομμάτι που συνοδεύω το κείμενό μου είναι το «La Boheme» που τραγουδά ο Charles Aznavour. Δεν ξέρω τι ακριβώς λέει, αλλά η μουσική του βγάζει μια απόγνωση, ένα παράπονο, μια νοσταλγία σαν αυτή του δικού μου ήρωα.
Υ.Γ. 3. Ο ήρωάς μου δεν έχει όνομα, γιατί το όνομά του είναι όλα εκείνα τα χιλιάδες ονόματα που η πατρίδα εξόρισε (και συνεχίζει να το κάνει) παρά την θέλησή τους. Σ’ αυτούς αφιερώνω το παρόν κείμενό μου με σεβασμό, αγάπη αλλά και οργή, προς τους εκάστοτε ενόχους κυβερνήτες, που κατέστρεψαν κάθε τι το ωραίον και αγνό απ’ την ζωή των νέων ανθρώπων καταδικάζοντάς τους να είναι μακριά από εκεί που λαχταράει η ψυχή τους. Ιδιαίτερα δε το αφιερώνω σε δύο αγαπημένα μου πρόσωπα που διέπρεψαν εκεί στα ξένα, στο Θανάση και στον Σπύρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια